(τῆς ψυχῆς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόστηξις — attachment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστηξις — ήξεως, ἡ, Α [προστήκομαι] προσκόλληση, αφοσίωση («πρόστηξις τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek